- χριστουγεννιάτικος
- -η, -ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα ή αυτός που γίνεται στη διάρκεια τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο δένδρο»).επίρρ...χριστουγεννιάτικα Ντην ημέρα τών Χριστουγέννων, κατά τις γιορτές τών Χριστουγέννων («χριστουγεννιάτικα μάς ήλθε το μαντάτο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστούγεννα + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. χειμων-ιάτικος)].
Dictionary of Greek. 2013.